- μεταστάσιμον
- μεταστάσιμον, τὸ (Μ)σταθμός ή στάση κατά τη διάρκεια πορείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεταστάσιμος (< μετάστασις), πρβλ. αναστάσιμος: ανάστασις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.